- ἐλπίδων
- ἐλπίςhopefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greece national under-21 football team — European national under 21 football team Name = Greece Under 21 Badge = Nickname = Εθνική Ελπίδων ( National team of Hopes ) Association = Hellenic Football Federation Coach = flagicon|Greece Nikos Nioplias Captain = Grigorios Makos Most caps =… … Wikipedia
Cyprus national under-21 football team — Cyprus Under 21 Nickname(s) Εθνική Ελπίδων ( National team of Hopes ) Association Cyprus Football Association Head coach Savvas Paraskevas Captain … Wikipedia
Griechische Fußballnationalmannschaft (U-21-Männer) — Griechenland Spitzname(n) Ethniki Elpidon (Εθνική Ελπίδων) (‚Nationalmannschaft der Hoffnungen‘) Verband Elliniki Podosferiki Omospondia Konföderation UEFA … Deutsch Wikipedia
Dimitris Giantsis — Personal information Full name Dimitrios Giantsis Date of birth 4 March 1988 ( … Wikipedia
Молодёжная сборная Греции по футболу — Прозвища Εθνική Ελπίδων (Сборная надежд) Конфедерация УЕФА Федерация Гр … Википедия
Молодёжная сборная Кипра по футболу — Прозвища Εθνική Ελπίδων (Сборная надежд) Конфедерация Кипрская федерация футбола Федерация УЕФА … Википедия
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
ανακρεμάννυμι — ἀνακρεμάννυμι (Α) 1. κρεμώ κάτι από κάπου 2. απαγχονίζω 3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ «ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων» 4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κρεμάννυμι] … Dictionary of Greek